κνωδάκιον

κνωδάκιον
κνωδάκιον, τὸ (Α)
μικρός άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνωδακίοις — κνωδάκιον pivot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”